- αυτόματος
- -η, -ο (AM -ος, -ον)1. αυτός που κινείται, συμβαίνει ή λειτουργεί χωρίς εξωτερική επίδραση2. αυτός που κινείται ή ενεργεί με καθαρά μηχανικά μέσανεοελλ.1. (για ανθρώπινες λειτουργίες) αυτός που συντελείται χωρίς την παρέμβαση της θέλησης, μηχανικός2. το ουδ. ως ουσ. βλ. αυτόματο, το3. επίρρ. αυτόματααμέσως·|| αρχ.1. (για πρόσωπα) αυτός που κάνει κάτι με τη θέλησή του, αφ' εαυτού2. (για φυσικές ενέργειες) αφ' εαυτού, από μόνος του3. ο χωρίς φανερή αιτία, τυχαίος4. (για θάνατο) φυσικός5. (για φυτά) αυτός που φυτρώνει μόνος του, αυτοφυής6. (βίος) αυτάρκης7. το ουδ. ως ουσ. το αυτόματοη τύχη8. «ἀπὸ τοῡ αὐτομάτου» — αυτομάτως, τυχαία.[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. αυτόματος είναι σύνθετο από την αντων. αυτός* και β' συνθετικό -ματος, που ανάγεται στην ίδια ρίζα *men-, όπως και τα μέ-μον-α «επιθυμώ σφοδρά, ποθώ», μέ-μα-μεν, μένος μέσω ενός επιθήματος -τος. Το β' συνθετικό -ματος εμφανίζεται επίσης στο επίθ. ηλέματος «μάταιος ανόητος», στο λατ. commentus «πλαστός», στο αρχ. ινδ. mata-, λιθ. miňtas «αυτός που έχει μνημονευθεί». Η λ. αυτόματος και τα παράγωγά της είναι πολύ διαδεδομένες και χρησιμοποιούνται ευρύτατα σήμερα, λόγω της μεγάλης αναπτύξεως της τεχνολογίας, έχουν δε εισαχθεί και στις σύγχρονες ευρωπαϊκές γλώσσες, όπου γνωρίζουν την ίδια διάδοση: πρβλ. αγγλ. automatic (automatic machine «αυτόματη μηχανή», automatic pilot «αυτόματος πιλότος»), automation, automatism, γαλλ. automatique (appareil automatique «αυτόματη συσκευή», telephone automatique «αυτόματο τηλέφωνο»)].
Dictionary of Greek. 2013.